Κυριακή 26 Ιουνίου 2011


Στα διάφορα κυνήγια, όπως στο ορτύκι, την πέρδικα, το μπεκατσίνι κ.λπ., μπορεί κανείς να δοκιμάσει και χωρίς σκυλί, όμως στο ψάξιμο της «βασίλισσας του δάσους», που το χρώμα της μοιάζει με το χρώμα των ξερών φύλλων, είναι αδύνατο χωρίς τον πολύτιμο βοηθό.
Γενικά, όλα τα πουλόσκυλα μπορούν να χρησιμοποιηθούν στο κυνήγι της μπεκάτσας, αλλά προτιμώνται, κατ' αρχήν, εκείνα που αφενός έχουν μεγάλη βούληση και δεν φοβούνται τ' αγκάθια, τους πυκνούς θάμνους και τις κακοκαιρίες και αφ' ετέρου δεν απομακρύνονται πολύ, ώστε με τη φέρμα τους, να επιτρέπουν στον κυνηγό να πλησιάσει στην κατάλληλη απόσταση για να μπορέσει να πυροβολήσει ή (όταν πρόκειται για σκύλους ερευνητές - ξεσηκωτές, όπως τα σπάνιελς) να σηκώνουν το θήραμα στα 15-20 μέτρα.
Υπάρχουν καλά μπεκατσόσκυλα στις διάφορες ράτσες πτερωτού θηράματος, τόσο στις αγγλικές (πόιντερ, σέττερ, σπρίνγκερ, κόκκερ κ.λ.π. σπάνιελς), όσο και της ηπειρωτικής Ευρώπης (μπρακ, επανιέλ, γκριφφόν). Το πρόβλημα έγκειται στο να γίνει η κατάλληλη εκλογή, η οποία πρέπει να γίνει ανάλογα με τη φύση του εδάφους και του περιβάλλοντος, όπου γενικό ασκείται το κυνήγι, καθώς και ανάλογα με τη μέθοδο εργασίας που υπάρχει ανάμεσα στη μία και στην άλλη ράτσα.
Μπεκατσοκυνηγοί μεγάλης αξίας προτιμούν, ανεπιφύλακτα, το πόιντερ και το αγγλικό σέττερ, σκυλιά μεγάλης έρευνας και φέρμας. Άλλοι, ισάξιοι μπεκατσοκυνηγοί, αντίθετα χρησιμοποιούν το χωρίς φέρμα σπρίνγκερ και κόκκερ ή άλλες φυλές σπάνιελς, πολύ ζωηρά και φλογερά σκυλιά, που μπαίνουν και μέσα στα βάτα για να σηκώσουν τη μπεκάτσα, που κάνουν δηλαδή ψάξιμο και εργασία, γενικά, τελείως διαφορετική από τα προλεχθέντα αγγλικά σκυλιά φέρμας. Ας έχουμε μάλιστα υπόψη ότι η ίδια λέξη κόκκερ προέρχεται από την αγγλική λέξη «γουντκόκ» , που σημαίνει μπεκάτσα.
Μεταξύ αυτών των δύο ακραίων αντιλήψεων, υπάρχουν οι φίλοι του σκυλιού περιορισμένης έρευνας (μπρακ, επανιέλ, γκριφφόν), οι οποίοι προτιμούν ένα σκυλί που ψάχνει κοντά στον κυνηγό, ο οποίος μπορεί να το ακολουθεί έως τη φέρμα. Πολλά απ' αυτό τα σκυλιά, ιδίως στα δικά μας δάση, είναι ανεκτίμητα.
Ποια ράτσα, λοιπόν, θα πρέπει να διαλέξουμε; Πόιντερ, σέττερ αγγλικό, σκωτικό (γκόρντον) ή ιρλανδικό, μπρακ, κούρτσχααρ, επανιέλ μπρετόν, ντράχτχααρ, σπρίνγκερ, κόκκερ;
Για να έχουμε επιτυχία στην εκλογή του κατάλληλου σκυλιού για το κυνήγι της μπεκάτσας, πρέπει να μελετήσουμε τους διαφορετικούς τρόπους κυνηγίου της μπεκάτσας, τα διαφορετικό περιβάλλοντα και την εργασία του σκυλιού, σύμφωνα με τα προσόντα της ράτσας του. Και γενικό, πρέπει, προπάντων, (και ανεξάρτητα από τις απαραίτητες ιδιότητες, όπως όσφρηση, εξυπνάδα, υπακοή, θηραματοφορία), να έχουμε ένα σκυλί ανθεκτικό στα αγκάθια, στην υγρασία, στο κρύο και φυσικό στις ταλαιπωρίες.
Γι' αυτό, θα μιλήσουμε αναλυτικότερα για το κυνήγι με σκυλί μεγάλης έρευνας, για το κυνήγι με σκυλί περιορισμένης έρευνας και για το κυνήγι με σκύλο ερευνητή - ξεσηκωτή (σπάνιελ).
ΚΥΝΗΓΙ ΜΕ ΣΚΥΛΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ
Θα πρέπει να θυμίσουμε ότι τα ταχυκίνητα και μεγάλης έρευνας σκυλιά (πόιντερ και σέττερ), δενείναι κατάλληλα για όλα τα εδάφη. Είναι ανόητο και ελάχιστα αθλητικό και ωφέλιμο, αλλά και αρκετά ριψοκίνδυνο να χρησιμοποιείται ένα ταχύτατο καλπαστικό σκυλί σε πολύ πυκνό, μπλεγμένο και ανώμαλο δάσος, χωρίς δρομάκια και μονοπάτια από τα οποία περνώντας μπορεί να αισθανθεί την παρουσία της μπεκάτσας στον διπλανό θάμνο. Όμως, αν το μονοπάτι είναι κάπως φαρδύ και ομαλό, και στις δύο πλευρές του υπάρχουν πυκνοί θάμνοι και μάλιστα ακανθώδεις, το ταχυκίνητο σκυλί θα τρέξει κατευθείαν στο μονοπάτι, προσέχοντας προς τα εμπρός, χωρίς να επιχειρήσει να μπει μέσα σε τέτοιο θάμνο ή ν' αντιληφθεί την κρυμμένη εκεί μπεκάτσα.
Αντίθετα, στα κάπως ανοικτά δάση με μικρούς και χαμηλούς θάμνους, καθώς και στους τόπους με αραιούς θάμνους, όπου το ταχυκίνητο σκυλί μπορεί ν' αναπτύξει αρκετή ταχύτητα, είναι με τη δυνατή του όσφρηση, πολύ χρήσιμο. Ο κυνηγός κερδίζει χρόνο, κάνει λιγότερο περπάτημα και μάλιστα σε ανώμαλο έδαφος και περιβάλλον και προπάντων τέτοιο σκυλί βρίσκει το θήραμα, που άλλα σκυλιά με λιγότερο δυνατή όσφρηση, δεν θα μπορούσαν ή θ' αργούσαν να το βρουν. Αλλά τέτοια δάση υπάρχουν συνήθως στις κεντρικές και βόρειες χώρες, ενώ στην Ελλάδα και γενικά στις νότιες χώρες της Ευρώπης, τα περισσότερα είναι «σφιχτά», «μπερδεμένα» και μάλιστα με βάτα και άλλους ακανθώδεις θάμνους, όπου το ταχυκίνητο σκυλί δεν μπορεί να προσφέρει τις υπηρεσίες του.
Από τα ταχυκίνητα σκυλιά, στα μάλλον πυκνά δάση, το πόιντερ χρησιμοποιείται λιγότερο, διότι σαν βραχύτριχο, αλλά και ορμητικό, είναι πιο εκτεθειμένο στα αγκάθια και σ' άλλες κακουχίες του δάσους. Όπως είναι γνωστό, το πόιντερ είναι το «καθαρόαιμο άλογο» της πεδιάδας, ο «κύριος του αέρα» και το δάσος και επιπλέον πυκνό, δεν είναι καθόλου το στοιχείο του ή για να το πούμε πιο απλά, σε τέτοιον τόπο αδικείται, «χαραμίζεται».
Από τα σέττερς, στο κυνήγι της μπεκάτσας και στα δικά μας δάση, προτιμητέο είναι το αγγλικό,διότι σαν ανοιχτόχρωμο, είναι ορατό και μέσα στο πυκνό, σαν πιο ευλύγιστο εισχωρεί στο πυκνό, καθώς και είναι πιο ανθεκτικό. Το ιρλανδικό σέττερ χρησιμοποιείται λιγότερο διότι εκτός από το σκούρο χρώμα του, που το καθιστά δυσδιάκριτο στο πυκνό, δεν εισχωρεί εύκολα (δεν «λογγώνει» κατά τον κυνηγετικό κοινό όρο), ούτε αντέχει πολύ στις ταλαιπωρίες του δάσους. Επίσης και το σκωτικό σέττερ (γκόρντον), χρησιμοποιείται λιγότερο, λόγω του ακόμη πιο σκούρου χρώματός του, καθώς και λόγω της μεγαλοσωμίας και της λιγότερης ευλυγισίας του, δεν μπαίνει εύκολα στο σφικτό δάσος. Όμως, έχει έμφυτο το προσόν της θηραματοφορίας, αντίθετα προς τις δύο άλλες φυλές σέττερ και το πόιντερ, που μπορούν να μάθουν τη θηραματοφορία, αλλά δεν είναι σ' αυτές έμφυτη. Και όπως είναι γνωστό, η θηραματοφορία στο δάσος είναι απαραίτητη, έστω και αν δεν είναι πλήρης (όπως να παίρνει μεν το θήραμα απ' το πυκνό, αλλά να μη το φέρνει στον κυνηγό και να το αφήνει στο μονοπάτι ή στο ξέφωτο, όπου μπορεί να το πάρει ο κυνηγός). Και αυτό είναι ικανοποιητικό, όταν πρόκειται για ειδικά σκυλιά μεγάλης κλάσης, όπως το πόιντερ και το αγγλικό σέττερ.
Κυρίως για τα ταχυκίνητα πόιντερ και σέττερ, που εργάζονται σε απόσταση από τον κυνηγό και συχνά είναι αόρατα στο πυκνό, είναι αναγκαίο να τοποθετηθεί στο περιλαίμιο του σκυλιού ένα κουδουνάκι. Αυτό πρέπει να έχει απαλό ήχο, που θ' ακούγεται απ' τον κυνηγό, αλλά και να μη φοβίζει το θήραμα. Πρέπει επίσης να είναι μικρό, στρογγυλό, σαν μικρό καρύδι (όπως τα κουδουνάκια που τοποθετούν στο καπίστρι και στη λαιμαριά μερικών αλόγων), με μια σχισμή στη μέση και να είναι κολλητό (ενσωματωμένο) στο περιλαίμιο. Δεν πρέπει να είναι σαν καμπανάκι ή τριγωνικό (με γλωσσίδι) και να κρέμεται με 1-2 κρίκους ή αλυσιδίτσα, διότι (εκτός από τον ισχυρότερο ήχο του), μπορεί να μπλεχθεί σε διχαλωτό κλαδί, με δυσάρεστες συνέπειες για το σκυλί. Αν συμβεί αυτό, που θα καταλάβει ή υποψιασθεί ο κυνηγός από τις θρηνώδεις και επικλητικές φωνές του σκυλιού, δεν πρέπει να το φωνάζει, γιατί αυτό θα τραβά περισσότερο μέχρι στραγγαλισμού, αλλά να σπεύσει, χωρίς φωνές, να το απελευθερώσει, κόβοντας με το κυνηγετικό του μαχαίρι ή σουγιά, το περιλαίμιο ή το διχαλωτό κλαδί.
Το δυνατό κουδούνισμα, εκτός του ότι είναι ενοχλητικό για το σκυλί, πολλές φορές φοβίζει τη μπεκάτσα, η οποία απομακρύνεται απαρατήρητη, περπατώντας και πετώντας πίσω από ένα μεγάλο θάμνο ή φυλλώδες δένδρο. Κι αυτό είναι ένας επιπλέον λόγος ν' αποφεύγεται το πιο ηχηρό καμπανάκι. Όταν τελειώσει το κυνήγι, πρέπει ν' αφαιρεθεί το περιλαίμιο με το κουδουνάκι. Εκτός του ότι είναι ενοχλητικό (και εκνευριστικό στα ευαίσθητα σκυλιά), δεν υπάρχει πιο αντιαισθητικό και θλιβερό θέαμα να βλέπει ένας πραγματικά ποϊντερόφιλος ή σεττερόφιλος ένα θαυμάσιο πόιντερ ή αγγλικό ή πανέμορφο ιρλανδικό σέττερ με κουδούνι στο λαιμό εκτός κυνηγίου...
Ο κυνηγός στο πυκνό, που το σκυλί του είναι ή σχεδόν είναι αόρατο, πρέπει να προχωρεί πολύ προσεκτικά, και με τον πιο ελάχιστο θόρυβο, προς το κουδούνισμα, το οποίο του επιτρέπει ν' ακολουθεί τη δράση έρευνας του σκυλιού. Όταν το κουδούνισμα είναι αραιό και αδύνατο σημαίνει ότι το σκυλί επιβραδύνει τη δράση του, γιατί πλησιάζει στο θήραμα και όταν δεν ακούγεται πια, το σκυλί είναι ακίνητο στη φέρμα, οπότε ο κυνηγός κατευθύνεται προς εκείνο το μέρος. Όταν πλησιάσει, παίρνει την κατάλληλη θέση, συνήθως μπροστά απ' το σκυλί σε φέρμα, έχοντας μπροστά του κάποιο ανοικτό μέρος και κατόπιν πετά μια πέτρα μέσα στο θάμνο (όπου βρίσκεται η μπεκάτσα) ή χτυπά με το πόδι το θάμνο για να σηκωθεί η μπεκάτσα. Τουλάχιστον για το σκυλί μεγάλης έρευνας και, επομένως, με τις μακρινές φέρμες, δεν πρέπει να το παροτρύνουμε να σπάσει τη φέρμα για να σηκώσει οποιοδήποτε θήραμα και προπάντων τη μπεκάτσα, διότι πλην των άλλων, το σκυλί μπορεί κατόπιν να σηκώσει μόνο του την μπεκάτσα, μακριά απ' τον κυνηγό και απαρατήρητα στο πυκνό. Το μπεκατσόσκυλο, πρέπει να είναι καλά εκγυμνασμένο και να υπακούει απόλυτα. Στο δάσος που είναι μακριά από τα μάτια του κυνηγού και που ψάχνει ένα θήραμα με δυνατές αναθυμιάσεις και με μεγάλη κινητικότητα, αν δεν είναι καλά γυμνασμένο, μπορεί «να κάνει του κεφαλιού του», τόσο μάλλον που μπορεί να συναντήσει αναθυμιάσεις και ίχνη άλλων θηραμάτων, για τα οποία πρέπει να δείξει αδιαφορία, αφοσιωμένο μόνο στο κυνήγι της μπεκάτσας. Ο πραγματικός μπεκατσοκυνηγός, θιασώτης των σκυλιών μεγάλης έρευνας, που έχει την τύχη να κατέχει ένα τέτοιο σκυλί υψηλής κλάσης και εκγύμνασης, θα μπορεί ν' απολαύσει, στις μπεκάτσες, ένα θαυμάσιο θέαμα, όταν το σκυλί του κατορθώνει να φανερώνει όλα τα προσόντα του.
ΚΥΝΗΓΙ ΜΕ ΣΚΥΛΙ ΜΕΣΑΙΑΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

Το σκυλί περιορισμένης έρευνας, εφόσον έχει καλή όσφρηση και σταθερή φέρμα, είναι άριστο στο πολύ πυκνό δάσος, το δε μακρότριχο ή το σκληρότριχο και στους ακανθώνες. Το σκυλί αυτό εργάζεται σε μικρή ακτίνα απ' τον κυνηγό (γενικά τα μπρακ, γκριφφόν και επανιέλ) και σε κάποια μεγαλύτερη ακτίνα το κούρτσχααρ, επανιέλ μπρετόν και ντράχτχααρ. Ψάχνει μεθοδικά τους θάμνους, τα κοιλώματα, τις γωνίες, και κάθε στενό και δύσκολο μέρος.
Και γι' αυτά τα σκυλιά περιορισμένης και ενδιάμεσης έρευνας, η εκγύμναση και η υπακοή πρέπει να είναι πλήρεις, η φέρμα σταθερή και η θηραματοφορία τέλεια, τόσο περισσότερο που αποτελεί φυσικό προσόν. Ιδίως όταν το δάσος είναι πολύ πυκνό και ανώμαλο, καθώς και όταν το σκυλί έχει σκούρο χρώμα, χρειάζεται το κουδουνάκι, το οποίο βοηθάει τον κυνηγό στην παρακολούθηση της αόρατης εργασίας. Όμως δεν πρέπει να γίνεται κατάχρηση αυτού του ακουστικού σήματος, διότι ορισμένες ημέρες η μπεκάτσα είναι ιδιαίτερα φοβιτσιάρα ή νευρική, που φεύγει με τον παραμικρό ήχο και θόρυβο που σημαίνουν το πλησίασμα του σκυλιού και του κυνηγού. Υπάρχουν και μπεκάτσες κυρίως στην προχωρημένη εποχή, που γνωρίζουν καλά τον ήχο του κουδουνακιού και σηκώνονται από μακριά μόλις ακούσουν το χαρακτηριστικό κουδούνισμα.
Όπως ελέχθη στα πολύ πυκνά και ιδιαίτερα στα ακανθώδη δάση, είναι κατάλληλα τα σκληρότριχα, μεταξύ των οποίων το ιταλικό σπινόνε, σκυλί ισχυρό, σκληρό με τραχύ δέρμα και τρίχωμα, βίαιο και ορμητικό στο πυκνό (αληθινός «οδοστρωτήρας»), που δεν πτοείται από τα αγκάθια, έξυπνο και με καλή φέρμα. Ιδίως, το λευκό και λευκο-πορτοκαλόχρωμο σαν ανοικτόχρωμο, είναι ορατό στο πυκνό. Όμως, είναι βραδυκίνητο και αρκετά μεγαλόσωμο. Οι Ιταλοί λένε ότι όταν το σπινόνε χρησιμοποιείται μόνο στις μπεκάτσες, είναι άφθαστο. ’ριστο είναι επίσης το ντράχτχααρ, το οποίο εξαπλώνεται αρκετά στην Ελλάδα, που κι αυτό δεν φοβάται τα αγκάθια είναι έξυπνο και αρκετά γρήγορο και ευκίνητο σκυλί. Το ενιαίο ή σχεδόν (μονόχρωμο) καστανό που μοιάζει με το χρώμα των ξερών φύλλων, δεν διακρίνεται στο δάσος, τόσο μάλλον που εργάζεται κάπως μακριά. Το γερμανικό τραχύτριχο (στίχελχααρ), είναι ισχυρό στο πυκνό, αλλά μειονεκτεί μπροστά στο ντράχτχααρ σε ευκινησία και όσφρηση. Το γαλλικό γκριφφόν Κόρθαλ είναι καλό σαν σκληρότριχο στο πυκνό δάσος, αλλά δεν έχει ισχυρή όσφρηση και μεγάλη αντοχή. Τα άλλα σκληρότριχα έχουν λιγότερο ενδιαφέρον.
Από τα μακρότριχα, υπερέχει το επανιέλ, το οποίο γίνεται πολύ καλό μπεκατσόσκυλο, καθώς είναι έξυπνο, ταχύ, ευκίνητο, ζωηρό και ανθεκτικό, αλλά λόγω ακριβώς της ζωηράδας του, πρέπει να έχει γυμνασθεί στην τέλεια υπακοή. Τα άλλα επανιέλ της Γαλλίας (Πικαρδίας κ.λπ.), το μιντερλέντερ και το λάνγχααρ της Γερμανίας, ακολουθούν σε απόσταση. Από τα βραχύτριχα, εξέχει το γνωστό μας κούρτσχααρ, σκυλί έξυπνο, με μεγάλη θέληση, ταχύ, με αρκετά μακρινή έρευνα και πολύ σταθερή φέρμα. Το μειονέκτημά του, (όπως και στο ομοεθνές του ντράχτχααρ), είναι το ενιαίο ή σχεδόν καστανό χρώμα του που συγχέεται με το φθινοπωρινό χρώμα του δάσους και το καθιστά αόρατο, ιδίως όταν έχει κάπως απομακρυνθεί. Γι' αυτό, τόσο για το σκυλί αυτό, όσο και για το ντράχτχααρ, καθώς και για το επανιέλ μπρετόν, (ιδίως το περισσότερο καστανόχρωμο), που κυνηγούν σε κάποια απόσταση από τον κυνηγό, είναι απαραίτητο το κουδουνάκι. Από τ' άλλα βραχύτριχα, χρησιμοποιούνται τα μπρακ γενικά, (γαλλικό, ιταλικό, ισπανικό, Ωβέρνης, Αγ. Γερμανού, ουγγρικό ή βίζλα, της Βαϊμάρης ή βαϊμαράνερ κ.λπ.), αλλά σαν βραχύτριχα δεν είναι κατάλληλα στα πολύ σφικτά και προπάντων στα ακανθώδη μέρη.
ΚΥΝΗΓΙ ΜΕ ΣΚΥΛΟ ΞΕΣΗΚΩΤΗ
Τα αγγλικά σπάνιελς και ιδίως τα πιο γνωστά στην Ελλάδα είναι, το κόκκερ και σπρίνγκερ. Και τα δύο αυτά σκυλιά είναι ζωηρά, ευκίνητα και φλογερά, τα οποία ψάχνουν έως τα 15 μέτρα περίπου στο πυκνό και έως τα 20-25 μ. στο ανοικτό μέρος, «κοσκινίζοντας» κυριολεκτικά το έδαφος. Όταν αισθανθούν την παρουσία του θηράματος κινούν ζωηρότερα την κομμένη ουρίτσα τους, ειδοποιώντας έτσι τον κυνηγό και χωρίς να φερμάρουν καθόλου, ορμούν σηκώνοντας το θήραμα και μετά την τουφεκιά, ψάχνουν να βρουν το πεσμένο, το οποίο φέρνουν στον κυνηγό. Αυτά τα σκυλιά χωρίς φέρμα, ονομάζονται ερευνητές, γιατί το βασικό προσόν τους είναι η έρευνα. Έχουν φυσικό και το προσόν της θηραματοφορίας, που είναι ύψιστης σημασίας κυρίως στα πολύ πυκνά, ακανθώδη και ανώμαλα εδάφη. Λόγω του μακρού τριχώματος, της μικροσωμίας, της ευκινησίας και ευλυγισίας τους, μπαίνουν και στα πιο πυκνά μέρη, ακόμη και μέσα στα βάτα για να βρουν και να σηκώσουν το κρυμμένο εκεί θήραμα, καθώς και να πάρουν το χτυπημένο και πεσμένο θήραμα και να το φέρουν στον κυνηγό.
Αυτά τα σκυλιά, επειδή ακριβώς δεν έχουν φέρμα, πρέπει να είναι με κάθε φροντίδα γυμνασμένα και απόλυτα υπάκουα για να μην απομακρύνονται από τον κυνηγό, ώστε, όταν σηκωθεί το θήραμα να βρίσκεται αυτό εντός της ακτίνας βολής του όπλου. Επιπλέον, ο κυνηγός πρέπει ν' ακολουθεί από κοντά το σκυλί, περπατώντας σε κατάλληλο μέρος ή να περιμένει σε καλό σημείο έξω από το μεγάλο θάμνο, μέσα στον οποίο ψάχνει το σκυλί, και να είναι πάντα έτοιμος για πυροβολισμό, γιατί, (ας επαναληφθεί), το σήκωμα της μπεκάτσας απ' το πυκνό, χωρίς να προηγηθεί φέρμα, είναι αιφνίδιο. Για τα δικά μας δύσκολα ορεινά εδάφη και δύσκολα δάση, το σπρίνγκερ σπάνιελ, σαν πιο μεγαλόσωμο, γεροδεμένο και ισχυρό, είναι πιο κατάλληλο απ' το κόκκερ σπάνιελ, το οποίο αποδίδει καλύτερα στα πεδινά και λοφώδη δασώδη μέρη.
Η ΦΕΡΜΑ
Η μπεκάτσα έχει πολύ έντονη αναθυμίαση, που προδίδει στο σκυλί την παρουσία της. Όμως, οι συνθήκες εργασίας του πουλόσκυλου στο δάσος είναι πολύ διαφορετικές από εκείνες στην ανοικτή πεδιάδα και λόφο, όπου οι αναθυμιάσεις του θηράματος μπορεί να μεταφέρονται από τον άνεμο, ακόμη και από μακριά. Στο δάσος, όμως, η πυκνή θαμνώδης βλάστηση, τα χαμόκλαδα των δένδρων και διάφορα άλλα εμπόδια, σχηματίζουν ένα παραπέτασμα, που εμποδίζει τη διάδοση των αναθυμιάσεων και εδώ κυρίως η διαφορά της οσφρητικής δυνατότητας μεταξύ των αγγλικών φυλών φέρμας και των φυλών της ηπειρωτικής Ευρώπης, έχει μεγάλη σημασία. Πράγματι, το πόιντερ και το αγγλικό σέττερ μπορούν να συλλάβουν και τη μικρή αναθυμίαση που διαπερνά από το παραπέτασμα αυτό, τα μπράκ, επανιέλ και τ' άλλα σκυλιά της ηπειρωτικής Ευρώπης θ' αναγκασθούν να βάλουν τη μύτη στη γη για να μυρίσουν τα ίχνη (πατημασιές, πούπουλα, κοτσιλιές) της μπεκάτσας. Στην περίπτωση πλήρους άπνοιας, (συχνό φαινόμενο στο μεγάλο και πυκνό δάσος), που δεν μεταφέρονται αναθυμιάσεις, και τα αγγλικά σκυλιά φέρμας αναγκάζονται να βάλουν τη μύτη κάτω για να αισθανθούν τα ίχνη της.
Επειδή η μπεκάτσα έχει περπατήσει γύρω από τη θέση που έχει κρυφθεί, κι επομένως, υπάρχουν πολλαπλά ίχνη της τριγύρω, το σκυλί πρέπει να δείξει προσοχή και σύνεση στο τελευταίο μέρος της έρευνας του πριν απ' τη φέρμα στο θήραμα. Αν η μπεκάτσα περπατά (κοταρίζει), πρέπει να την ακολουθεί σε χρήσιμη απόσταση (για να μη τη φοβίσει και σηκωθεί πρόωρα, αλλά ούτε και να χάσει την επαφή της), ήτοι να την ελέγχει και να την αναγκάσει στο τέλος να δεχθεί τη φέρμα του. Πολλά νεαρά και άπειρα σκυλιά, δεν αντιλαμβάνονται τη μπεκάτσα που έφυγε κρυφά και εξακολουθούν να ενδιαφέρονται για τη μυρουδιά της που άφησε στο έδαφος και μερικά κάνουν λευκές φέρμες (ψευτοφέρμες).
Υπάρχουν σκυλιά που, στα χέρια καλών μπεκατσοκυνηγών, γίνονται δάσκαλοι στο κυνήγι της μπεκάτσας, και μάλιστα ειδικεύονται τόσο σ' αυτό το πουλί, που περιφρονούν κάθε άλλο θήραμα. Είναι εξαίρετα στο να διακρίνουν την αξία μιας αναθυμίασης. Δεν κάνουν ψευτοφέρμες και όχι σπάνια πηγαίνουν να φερμάρουν μια μπεκάτσα πολύ μακριά από το μέρος όπου άρχισαν να αισθάνονται την αναθυμίαση της.
Όταν ο καιρός είναι ήρεμος, η μπεκάτσα δέχεται καλά τη φέρμα του σκυλιού, εφόσον αυτό μένει ακίνητο. Δεν θ' αποφασίσει να πετάξει έως ότου το σκυλί προχωρήσει και πλησιάσει προς το μέρος της ή όταν ο κυνηγός ρίξει μια πέτρα ή ένα φυσίγγι (συνήθως αποτυχημένο, όπως κάνουν μερικοί ιδίως στο εξωτερικό) προς την τοποθεσία όπου νομίζει ότι βρίσκεται η μπεκάτσα. Έτσι η μπεκάτσα, τρομοκρατημένη, σηκώνεται ταχύτατα, ξεχνώντας να κάνει τις γνωστές πονηριές, όπως να χρησιμοποιεί το δένδρο και κάθε άλλο εμπόδιο για να καλύψει τα πρώτα μέτρα της πτήσης της.
Η ΒΟΛΗ
Όταν ο μπεκατσοκυνηγός δει το σκυλί του ν' ακινητοποιείται σε φέρμα ή στο πολύ πυκνό δεν ακούσει πια το κουδούνισμα, πρέπει να πλησιάσει και να τακτοποιηθεί, όσο το δυνατό καλύτερα, ώστε να είναι ανάμεσα στο πουλί και στο σκυλί (σε περίπτωση κοντινής φέρμας, θα πάρει θέση στα πλάγια), και με μια έμπειρη ματιά θα υπολογίσει τη ζώνη του πιθανού πετάγματος και την καλύτερη γωνία βολής. Για ένα αποτελεσματικό κυνήγι της μπεκάτσας, πηγαίνουν σχεδόν πάντοτε δύο κυνηγοί. Ο ένας (ιδιοκτήτης του σκυλιού σε φέρμα) μένει στη θέση όπως ελέχθη, και ο άλλος που έχει την αίσθηση της θέσης («πόστο»), με περιστροφικό ελιγμό, θα τοποθετηθεί γρήγορα σε μέρος ελεύθερο για να αποκλείσει τη φυγή του πουλιού και σε περίπτωση αστοχίας, να δει κατά το δυνατό, που θα προσγειωθεί. Η βολή στη μπεκάτσα είναι δύσκολη για δύο σημαντικούς λόγους: Πρώτο, διότι το πέταγμά της (από τη γη), είναι σχεδόν πάντοτε ανοδικό, (σχεδόν κάθετο) και πεταλουδιστό, που είναι, για τον όχι έμπειρο κυνηγό, αιτία πολύ χαμηλής βολής. Δεύτερο, διότι λόγω του περιβάλλοντος, τα κλαδιά εμποδίζουν συχνά τις κινήσεις του κυνηγού, που δεν έχει καιρό να διαλέξει μια ευνοϊκή θέση βολής και οι συχνοί απότομοι ελιγμοί της μπεκάτσας, που χρησιμοποιεί για κάλυψη, κάθε εμπόδιο του δάσους, σαστίζουν τον νεοφώτιστο κυνηγό.
Ο γρήγορος σκοπευτής, που δεν έχει τη συνήθεια να σκοπεύει το στόχο, αλλά να ρίχνει μπηχτές τουφεκιές, πλεονεκτεί. Σε 15 περίπου μέτρα από τη μπεκάτσα που εκτελεί κατακόρυφη πτήση, υπολογίζοντας την ταχύτητα τέτοιας πτήσης στα 30 περίπου χιλιόμετρα την ώρα, πρέπει να γίνει μια προσκόπευση τουλάχιστον 40 εκατοστών. Στα 30 μέτρα, που θα σηκωθεί το πουλί, θα διπλασιασθεί η προσκόπευση. Αντίθετα, ο ήρεμος κυνηγός, θ' αφήσει τη μπεκάτσα να σηκωθεί (εάν λόγω θέσης και χώρου, του είναι δυνατό), και θα την χτυπήσει στο «νεκρό» σημείο, όταν δηλαδή φθάσει την κορυφή των δένδρων και αρχίζει την οριζόντια πτήση, που γίνεται ομαλή και επομένως αρκετά εύκολη στη βολή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου